- ἀνῖδρωτί
- ἀν-ῖδρωτί (ἱδρώς): without sweat, Il. 15.228†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ανιδρωτί — ἀνιδρωτί επίρρ. (Α) 1. χωρίς ιδρώτα 2. μτφ. άκοπα, ανενόχλητα 3. χωρίς βιασύνη, με νωθρότητα … Dictionary of Greek
ἀνιδρωτί — ἀνῑδρωτί , ἀνιδρωτί without sweat indeclform a̱priv (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνιδρωτί — ἀνῑδρωτί , ἀνιδρωτί without sweat indeclform a̱priv (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)